πλευροτομή

πλευροτομή
η, Ν
βλ. πλευροτομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλευροτομή — πλευροτομή, η και πλευροτομία, η διάνοιξη του υπεζωκότα με τομή μεσοπλεύριου διαστήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλευροτομία — και πλευροτομή, η, Ν ιατρ. η διάνοιξη τών μαλακών μορίων σε μεσοπλεύριο διάστημα, μέχρι τον υπεζωκότα, για την αφαίρεση πυώδους συλλογής …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”